ριζόποδο

ριζόποδο
και ριζοπόδιο, το, Ν
συν. στον πληθ. τα ριζόποδα ή ριζοπόδια
τάξη πρωτοζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhizopoda (< ρίζα + πούς, ποδός). Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Ηρ. Μητσόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ορβουλίνη — (robulina). Γένος τρηματόφορων πρωτόζωων της οικογένειας των γλοβιγυρινιδών. Οι ο. είναι πελάγια τρηματόφορα, που μοιάζουν με τις γλοβιγυρίνες, με μονοθάλαμο, ασβεστολιθικό κέλυφος και που ζουν σε όλες τις θάλασσες. Απολιθωμένα πρωτόζωα του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”